λυχνικό
Смотреть что такое "λυχνικό" в других словарях:
λυχνικός — ή, ό (AM λυχνικός, ή, όν) [λύχνος] το ουδ. ως ουσ. τὸ λυχνικό(ν) σύντομη ακολουθία εσπερινού με ειδικές ευχές και ύμνους για την ευλογία τών λύχνων και τών φώτων αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύχνο ή στη λυχνία 2. αυτός που… … Dictionary of Greek